μετοχετεύσῃ

μετοχετεύσῃ
μετοχετεύσηι , μετοχέτευσις
conveyance in a duct
fem dat sg (epic)
μετοχετεύω
convey in a channel
aor subj mid 2nd sg
μετοχετεύω
convey in a channel
aor subj act 3rd sg
μετοχετεύω
convey in a channel
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετοχέτευση — η (ΑΜ μετοχέτευσις) [μετοχετεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετοχετεύω, μεταφορά μέσω οχετού ενός υγρού από ένα σώμα σε άλλο ή από έναν τόπο σε άλλο αρχ. αστρολ. μεταβολή τής φύσης όταν κάποιος πλανήτης μεταβαίνει από τη συζυγία την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”